- χνόαι
- χνόηaxle-boxfem nom/voc plχνόᾱͅ , χνόηaxle-boxfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χνόη — και ιων. τ. χνοίη, ἡ, Α 1. μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, μέσα στο οποίο εισέρχεται και περιστρέφεται ο άξονας, αλλ. χοινίκη 2. φρ. «χνόαι ποδῶν» οι αρθρώσεις τών ποδιών (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χνόη (< *χνοFη)… … Dictionary of Greek